Σημ: Τα ακόλουθα είναι μέρος της διδακτορικής μου διατριβής. Σίγουρα δεν είναι μια ολοκληρωμένη εισαγωγή στον κοινωνικό κονστρουξιονισμό.
Η οντολογική οπτική του κοινωνικού κονστρουξιονισμού χρησιμοποιείται για να αναδειχθεί ο ρόλος της γλώσσας στην κατασκευή των κοινωνικών φαινομένων ως οντοτήτων της κοινωνικής πραγματικότητας και ως αντικειμένων επιστημονικής περιγραφής.
Η γλώσσα
Η γλώσσα – ο λόγος (discourse) και οι πρακτικές του (discursive practices) – είναι κοινωνικές πρακτικές, μια “μηχανή” που παράγει/συγκροτεί, τον κοινωνικό κόσμο, όπως μια μπετονιέρα παράγει τσιμέντο από άμμο, χαλίκι, κλπ και με το τσιμέντο κατασκευάζονται οικήματα και γέφυρες. Μιλάμε, συζητάμε, με τη γλώσσα μας επικοινωνούμε, δημιουργώντας αναπαραστάσεις της πραγματικότητας που δεν είναι ποτέ απλά αντανακλάσεις μιας προϋπάρχουσας πραγματικότητας, αλλά συμβάλουν στην κατασκευή της. Αυτό δεν σημαίνει όμως ότι αυτή δεν υπάρχει. Τα φυσικά αντικείμενα, οι καρέκλες, τα ποτάμια υπάρχουν, αλλά αποκτούν την αναπαράσταση, το νόημα που τους αποδίδουμε και με το οποίο τα καταλαβαίνουμε/αναγνωρίζουμε ως καρέκλες και ποτάμια, μέσα από τη συγκρότησή τους μέσα στην γλώσσα, στην ανθρώπινη ομιλία εντός ενός ορισμένου πολιτισμού. Ο Parker (1992) αναφέρει ότι αυτά τα αντικείμενα, ως φυσικά αντικείμενα, έχουν “οντολογική υπόσταση αντικειμένων” (ontological object status), ενώ ο Harré (1979) θεωρεί ότι ανήκουν στην “πρακτική σφαίρα”. Μέσα από τις αναπαραστάσεις μπορούμε να “εν-νοήσουμε” τη χρήση τους, τη λειτουργία τους, την ωφέλειά τους, εν ολίγοις το νόημά τους για εμάς, να τα “επι-κοινωνήσουμε” μέσα στον πολιτισμό και την συγκεκριμένη κοινωνία μας, ντύνοντάς τα με “επιστημολογική υπόσταση αντικειμένων” (Parker, 1992), μέσα στην “εκφραστική σφαίρα” (Harré, 1979). Η πρόσβασή μας στην πραγματικότητα υφίσταται πάντα μέσω της γλώσσας, ως κύριο επικοινωνιακό μέσο αλληλεπίδρασης με τους άλλους ανθρώπους της κοινωνίας που ζούμε (Jørgensen & Phillips, 2002).
Ο κοινωνικός κονστρουξιονισμός παίρνει λοιπόν ως αφετηρία τη συσχέτιση, τον συντονισμό των ανθρώπων μεταξύ τους μέσω της γλώσσας. Η ανθρώπινη, κοινωνική πραγματικότητα “κατασκευάζεται κοινωνικά” μέσω των διαδικασιών της ανθρώπινης επικοινωνίας μέσα σε ένα συγκεκριμένο ιστορικό πλαίσιο κάθε φορά (von Schlippe & Schweitzer, 2008). Μέσα σε αυτό το πλαίσιο τα αντικείμενα, έχοντας οντολογική υπόσταση, μπαίνουν στην “εκφραστική” σφαίρα της επικοινωνίας και αναπαρίστανται με τη γλώσσα, οπότε αποκτούν “επιστημολογική υπόσταση”, αλλά συγχρόνως τους αποδίδεται μια “ηθική/πολιτική υπόσταση” (Parker, 1992) μέσα σε μια κυρίαρχη κουλτούρα.
Βασικά χαρακτηριστικά
Η Burr (1995), περιγράφει τα βασικά χαρακτηριστικά του κοινωνικού κονστρουξιονισμού, ξεκινώντας από την ανάγκη για μια κριτική προσέγγιση προς τη γνώση που θεωρείται δεδομένη. Οι γνώσεις που έχουμε για τον κόσμο δεν θα πρέπει να θεωρούνται αντικειμενικές αλήθειες, “φυσική πραγματικότητα”, αλλά προϊόντα της γλώσσας, των λέξεων και των κατηγοριών που χρησιμοποιούμε για να τον περιγράψουμε, μέσα στην κοινωνική αλληλεπίδραση.
Η θέση της κοινωνικής κατασκευής παίρνει υπόψιν την ιστορική και πολιτισμική συγκεκριμενικότητα για την συγκρότηση των πρακτικών του λόγου και των κατηγοριών που χρησιμοποιούμε για να κατανοήσουμε και να περιγράψουμε τον κόσμο, που είναι: “προϊόντα ιστορικά καθορισμένων διαδράσεων μεταξύ των ανθρώπων” (Gergen, 1985: 267).
Άρα, οι τρόποι που καταλαβαίνουμε την πραγματικότητα είναι ενδεχομενικοί, με την έννοια ότι αφού προσδιορίζονται από την ιστορία και τον πολιτισμό που βρισκόμαστε, θα μπορούσαν να είναι διαφορετικοί, και βέβαια, μπορούν να αλλάξουν, όπως και κάνουν συνεχώς. Αυτή η θέση του κοινωνικού κονστρουξιονισμού είναι αντι-ουσιοκρατική: όταν λέμε ότι ο κόσμος κατασκευάζεται κοινωνικά και δια του λόγου (discursively) εννοούμε ότι δεν έχει προδιαγεγραμμένο χαρακτήρα ούτε ότι καθορίζεται από εξωτερικές συνθήκες και οι άνθρωποι δεν φέρουν ένα σύνολο καθορισμένων και αυθεντικών χαρακτηριστικών ή “ουσιών” (Jørgensen & Phillips, 2002). Αντιθέτως, ο κόσμος, οι άνθρωποι, και κυρίως πως τους καταλαβαίνουμε έχουν συγκεκριμένα χαρακτηριστικά ανά ιστορικές περιόδους και πολιτισμούς, (πρέπει να) θεωρούνται προϊόντα αυτών των πολιτισμών και ιστορικών περιόδων, και εξαρτώνται από τις συγκεκριμένες κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες που επικρατούν εκεί (Burr, 1995). Άρα οι συγκεκριμένες μορφές γνώσης για τον κόσμο μας δημιουργούνται μέσα από την κοινωνική αλληλεπίδραση, κατά την οποία κατασκευάζουμε κοινές αλήθειες και ανταγωνιζόμαστε, διαφωνώντας διαλογικά, για το τι είναι σωστό και τι λάθος.
Εδώ πέρα έρχεται η συμβολή της κριτικής ρεαλιστικής γνωσιολογικής προσέγγισης που θέτει ως αξίωμα ότι όλες οι γνώσεις και οι (επιστημονικές) δηλώσεις δεν έχουν την ίδια ηθική/πολιτική αξία ή “υπόσταση” κατά τον Parker (1992), και άρα κάποιες είναι προτιμότερες από άλλες. Η κοινωνική έρευνα που θέλει να διατείνεται ότι έρχεται από κριτική σκοπιά θα πρέπει να αποκαλύπτει την “αλήθεια” αυτών των γνώσεων για την πραγματικότητα – δηλαδή των σύγχρονα αποδεκτών τρόπων κατανόησης του κόσμου – ως κοινωνικές, ιστορικές, διαδικασίες και αλληλεπιδράσεις, και, παίρνοντας ρητά θέση, να απομακρύνεται από εναλλακτικές αναπαραστάσεις της πραγματικότητας καθώς προσπαθεί να κάνει κάτι συγκεκριμένο για συγκεκριμένους λόγους. Η αιτία είναι ότι ορισμένες γνώσεις, μορφές δράσης και σκέψης έχουν κατασκευαστεί ως “φυσικές” και “αληθείς” με ηγεμονικό τρόπο, και άλλες ως αδιανόητες. Αλλά διαφορετικές ερμηνείες της κοινωνικής πραγματικότητας οδηγούν σε διαφορετικές κοινωνικές δράσεις που την επηρεάζουν.
Βιβλιογραφία:
Burr, V. (1995) An Introduction to Social Constructionism, London: Sage.
Edwards, D.; Ashmore, M. & Potter, J. (1995) ‘Death and Furniture: the rhetoric, politics and theology of bottom line arguments against relativism’, History of the Human Sciences, vol. 8(2), pp. 25-49.
Gergen, K. (1985) “The social constructionist movement in modern social psychology”, American Psychologist, vol. 40(3), pp. 266-275.
Harré, R. (1979) Social Being: A Theory for Social Psychology, Oxford: Blackwell.
Jørgensen, M. & Phillips, L.J. (2002) Discourse Analysis as Theory and Method, London: Sage.
Parker, I. (1992) Discourse Dynamics: Critical Analysis for Social and Individual Psychology, London: Routledge.
Potter, J. & Wetherell, M. (1987) Λόγος & Κοινωνική Ψυχολογία, Αθήνα: Εκδόσεις Μεταίχμιο.
Von Schlippe, A. & Schweitzer, J. (2008) Εγχειρίδιο της Συστημικής Θεραπείας & Συμβουλευτικής, Θεσσαλονίκη: University Studio Press.
Wetherell, M. & Maybin, J. (1996) ‘The Distributed Self: A Social Constructionist Perspective, in R. Stevens (ed.) (1996) Understanding the Self, London: Sage.
Willig, C. (1999b) ‘Beyond Appearances: A critical realist approach to social constructionist work’, in D. Nightingale & J. Cromby (eds) (1999) Social Constructionist Psychology: A Critical Analysis of Theory and Practice, Buckingham: Open University Press.
Discover more from Γιώργος Κεσίσογλου (PhD)
Subscribe to get the latest posts sent to your email.