Γλώσσα, Λόγος και Κοινωνικός Κονστρουξιονισμός
όσα ακολουθούν είναι μέρος της διδακτορικής μου διατριβής. Σίγουρα δεν είναι μια ολοκληρωμένη παρουσίαση της θεωρίας του λόγου στην ψυχολογίαΗ οπτική του κοινωνικού κονστρουξιονισμού παίρνει θέση στο ερώτημα αν τα κοινωνικά φαινόμενα μπορούν και πρέπει να θεωρούνται αντικειμενικές οντότητες που έχουν μια πραγματικότητα εκτός των κοινωνικών δραστών, των ανθρώπων δηλαδή, ή αν μπορούν και πρέπει να θεωρούνται κοινωνικές κατασκευές που χτίζονται από τις αντιλήψεις και τις δράσεις των κοινωνικών δραστών. Ο κονστρουξιονισμός βεβαιώνει ότι τα κοινωνικά φαινόμενα και τα νοήματά τους κατορθώνονται από τους κοινωνικούς δράστες κατά την διάδρασή τους (Bryman, 2004), βρίσκονται συνεχώς σε ένα καθεστώς αναθεώρησης μέσα στην κοινωνική διάδραση με την χρήση της ανθρώπινης γλώσσας.
Ο λόγος (discourse) λοιπόν αποτελεί τον πιο βασικό και σταθερό τύπο διάδρασης ανάμεσα στους ανθρώπους και μέσα από αυτόν πραγματώνεται το μεγαλύτερο μέρος των ανθρώπινων δραστηριοτήτων (Potter & Wetherell, 1987), «κάθε μορφή ομιλούμενης αλληλεπίδρασης τυπικής και άτυπης καθώς και τα γραπτά κείμενα όλων των τύπων» (Potter & Wetherell, 1987). Χρησιμοποιούμε αυτό τον ορισμό του λόγου στην αρχή, με λειτουργικό τρόπο. Η λειτουργία του λόγου (discourse) – η πρακτική του λόγου – είναι, για την οντολογία του κοινωνικού κονστρουξιονισμού, μια κοινωνική πρακτική που δίνει σχήμα στον κοινωνικό κόσμο (Jørgensen & Phillips, 2002). Μια κοινωνικά κατασκευασμένη πραγματικότητα θεωρείται ως μια συνεχής, δυναμική διαδικασία που (ανα)παράγεται από ανθρώπους που δρουν επί τη βάσει των ερμηνειών τους και της γνώσης τους γι’ αυτήν. “Η γλώσσα δεν είναι ένα διαφανές μέσο για την εκφορά της σκέψης, αλλά στην πραγματικότητα κατασκευάζει τον κόσμο και τον εαυτό κατά την πορεία της χρήσης της” (Wetherell & Maybin, 1996: 220). Οπότε “ένας λόγος αναφέρεται σε ένα σύνολο νοημάτων, μεταφορών, αναπαραστάσεων, εικόνων, ιστοριών, δηλώσεων, κ.ο.κ., που με κάποιο τρόπο παράγουν μαζί μια συγκεκριμένη εκδοχή των γεγονότων” (Burr, 1992: 48). Αυτό σημαίνει ότι για κάθε γεγονός, αντικείμενο, άνθρωπο, υπάρχει μια ποικιλία διαφόρων λόγων, που ο κάθε ένας τους έχει και ένα διαφορετικό τρόπο να το αναπαραστήσει στον κόσμο (ο.π.). Αλλά, όπως γράφει ο Fairclough (1992: 66) η ρηματική (discursive) συγκρότηση της κοινωνίας δεν προέρχεται από την ελεύθερη κυκλοφορία ιδεών στα κεφάλια των ανθρώπων αλλά από μια κοινωνική πρακτική που είναι βαθιά ριζωμένη στις πραγματικές, υλικές κοινωνικές δομές και είναι προσανατολισμένη προς αυτές. Πως όμως αυτή η κοινωνική πρακτική γίνεται η επιλογή των λέξεων που θα χρησιμοποιήσουμε για να αλληλεπιδράσουμε μέσα στην κοινωνική πραγματικότητα;
Σε αυτό το σημείο επιλέγουμε να ανατρέξουμε στη μεταμαρξιστική θεωρία των Laclau & Mouffe (1985), η οποία αντλεί από τη μεταδομιστική γλωσσολογία. Η κεντρική ιδέα της θεωρίας τους είναι ότι το νόημα των κοινωνικών φαινομένων δεν μπορεί ποτέ να παγιωθεί οριστικά, να “κλείσει” οπότε και αυτά δεν είναι ποτέ τελειωμένα, ολοκληρωμένα ή απόλυτα. Οι λόγοι, οι δομές του νοήματος καθορίζονται και αμφισβητούνται μέσα από συμβάσεις, διαπραγματεύσεις και συγκρούσεις σε συγκεκριμένα κοινωνικά περιβάλλοντα. Το γεγονός αυτό ανοίγει το δρόμο για διαρκείς κοινωνικούς αγώνες γύρω από τη διαμόρφωση της κοινωνίας και της ταυτότητας (Jørgensen & Phillips, 2009). Η κοινωνική διαδικασία του καθορισμού των σημασιών και της δημιουργίας νοήματος είναι ενδεχομενική: είναι δυνατή, αλλά όχι αναγκαία. Οπότε, για τους Laclau & Mouffe (1985, όπως αναφέρεται στο Jørgensen & Phillips, 2009: 59) ως λόγος νοείται κάθε καθορισμός/καθήλωση του νοήματος σε ένα ιδιαίτερο πεδίο: μια δομημένη ολότητα που προκύπτει από τη συνάρθρωση (articulation) των στιγμών (moments), δηλαδή των σημαινόντων η σημασία των οποίων καθορίζεται από τις μεταξύ τους διαφορές (“διαφορικές θέσεις”). Η συνάρθρωση ορίζεται ως “κάθε πρακτική που καθιερώνει μια τέτοια σχέση ανάμεσα σε ορισμένα στοιχεία – τις στιγμές – ώστε να μεταβάλλεται η ταυτότητά τους ως αποτέλεσμα της συναρθρωτικής πρακτικής” (Laclau & Mouffe, 1985: 105). Ως στοιχεία (elements) ορίζονται οι διαφορές που δεν συναρθρώνονται στον λόγο. Η διαμόρφωση κάθε λόγου λοιπόν γίνεται με τη μερική καθήλωση του νοήματος γύρω από ορισμένα κομβικά σημεία (nodal points). Αυτά είναι προνομιακά σημαίνοντα, με επίκεντρο τα οποία διαρθρώνονται τα υπόλοιπα σημαίνοντα του λόγου· τα άλλα σημαίνοντα δηλαδή σημασιοδοτούνται μέσα από τη σχέση τους με το κομβικό σημείο (Jørgensen & Phillips, 2009: 60). Η καθήλωση του νοήματος γίνεται με τον αποκλεισμό όλων των άλλων σημασιών που θα μπορούσαν να προσλάβουν τα σημαίνοντα· με τον αποκλεισμό όλων των δυνατών τρόπων με τους οποίους θα μπορούσαν να είχαν συνδεθεί μεταξύ τους. Έτσι ο λόγος συγκροτείται ως ολότητα με την περιστολή του πεδίου των δυνατοτήτων συνάρθρωσης. Αποτελεί μια προσπάθεια ανάσχεσης του γλιστρίματος των σημαινόντων και των σημείων στις μεταξύ τους σχέσεις, με σκοπό την δημιουργία ενός ενοποιημένου συστήματος νοήματος (Jørgensen & Phillips, 2009: 60-61).
Ένας λόγος διαμορφώνεται πάντα σε σχέση με αυτό που αποκλείει, με αυτό που ονομάζεται πεδίο της ρηματικότητας (field of discursivity). Το πεδίο αυτό είναι μια “δεξαμενή”, όπου εναποτίθεται το πλεόνασμα νοήματος, που παράγεται από τη συναρθρωτική πρακτική – δηλαδή η “δεξαμενή” περιέχει οτιδήποτε αποκλείει ο συγκεκριμένος λόγος, ό,τι κείται εκτός (Jørgensen & Phillips, 2009: 62). Σε αυτό το πεδίο της ρηματικότητας έγκειται η δυνατότητα υπονόμευσης του μερικώς καθηλωμένου νοήματος, της ολοκλήρωσης του λόγου: η νοηματική ενότητα κινδυνεύει να διασαλευθεί από άλλους τρόπους καθορισμού της σημασίας (Jørgensen & Phillips, 2009: 62), λόγω της πολυσημίας των στοιχείων ως σημαίνοντα με ακαθόριστη ακόμα σημασία, με πολλές δυνατές σημασίες. “Ο λόγος δεν μπορεί ποτέ να σταθεροποιηθεί σε τέτοιο βαθμό, ώστε να είναι πλέον αδύνατο να υπονομευτεί και να αλλοιωθεί από την πολλαπλότητα των σημασιών που διακινούνται στο πεδίο της ρηματικότητας” (Jørgensen & Phillips, 2009: 62). Το κλείσιμο των διακυμάνσεων του νοήματος των σημαινόντων είναι πάντα προσωρινό: “η μετάβαση από τα στοιχεία στις στιγμές δεν ολοκληρώνεται ποτέ” (Laclau & Mouffe, 1985: 110).
Τα κομβικά σημεία είναι όπως είπαμε προνομιακά σημεία, με άξονα τα οποία τα στοιχεία γίνονται στιγμές προσωρινά, επειδή τα ίδια είναι μετέωρα σημαίνοντα (floating signifiers), δηλαδή είναι στοιχεία κενά, που επιδέχονται διαφορετικές σημασιοδοτήσεις, καθώς διαφορετικοί λόγοι αγωνίζονται να τα επενδύσουν με διαφορετικά νοήματα. Η ιδέα αυτή, ότι το νόημα δεν μπορεί ποτέ να παγιωθεί απόλυτα, λόγω της θεμελιώδους αμφισημίας της γλώσσας, βασίζεται στην ιδέα της πάλης, της σύγκρουσης μεταξύ διαφορετικών λόγων – κατανοήσεων του κόσμου – για να επιβάλουν την ηγεμονία τους, το (μερικό και ενδεχομενικό) κλείσιμο του νοήματος της γλώσσας με τον δικό τους τρόπο. Μέσα στην πάλη αυτή βέβαια και οι λόγοι, επειδή δεν μπορούν ποτέ να παγιωθούν ποτέ, αλλάζουν από την επαφή τους με τους άλλους λόγους. Ο λόγος συνεπάγεται πάντοτε ένα προσωρινό κλείσιμο: μια πλευρά υπερισχύει της άλλης και κατορθώνει να επιβάλει το προσωρινό κλείσιμο της σημασίας, στο “αγώνα για το σημείο”, που γράφει και ο Bakhtin.
Discover more from Γιώργος Κεσίσογλου (PhD)
Subscribe to get the latest posts sent to your email.