Update σημείωση “Αυτή η προσωπική βιβλιο-κριτική φαίνεται να συγκεντρώνει κάποιο συγκεκριμένο ενδιαφέρον, από επισκέπτ(ρι)ες της ιστοσελίδας που, παροδικά, αναζητούν μόνο αυτή την κριτική και επισκέπτονται μόνο αυτό το άρθρο. Επειδή με ενδιαφέρει το γιατί, παρακαλούνται οι επισκέπτ(ρι)ες να επικοινωνήσουν είτε με σχόλιο στο άρθρο είτε με προσωπικό μήνυμα στην επικοινωνία της ιστοσελίδας” (Γ.Κ.)
Αυτό το κείμενο είναι μια προσωπική κριτική της τελευταίας συλλογής διηγημάτων του Χρήστου Οικονόμου (“Κάτι θα γίνει, θα δεις”: Εκδ. Πόλις, 2010), δημοσιογράφου του Έθνους, μέσα από την ματιά της ΤΙΝΑΣ, δηλαδή του Θατσερικού (και Ρηγκανικού) δόγματος, “There Is No Alternative”. Η βασική θέση της βιβλιοκρισίας αυτής είναι ότι το βιβλίο αυτό χρησιμεύει στην εμπέδωση των επιταγών υποταγής στο νεοφιλελεύθερο δόγμα που δηλώνει ότι δεν υπάρχουν εναλλακτικές στην ηγεμονία, στην Ελλάδα του Μνημονίου και του ΔΝΤ – ότι “η επανάσταση του αυτονόητου” είναι αναγκαία όπως λέει ο Πρωθυπουργός.Δεν προτίθεμαι όμως να μπω σε μια συνωμοσιολογική μελέτη ή σε μια ψυχολογική απόδοση προθέσεων στο συγγραφέα ή στον εκδοτικό του οίκο, γιατί δεν έχω δεδομένα για να τεκμηριώσω έναν τέτοιο ισχυρισμό, πέρα από το ίδιο το βιβλίο.
Η βασική αυτή θέση του κειμένου στηρίζεται σε ένα αξίωμα: ότι ο λόγος (discourse) κάνει πράγματα, παράγει την πραγματικότητα. Αν διαφωνούμε ως εδώ, δεν υπάρχει λόγος να διαβάσετε το υπόλοιπο κείμενο. Από τις προφορικές αφηγήσεις πριν την εμφάνιση της γραφής, από την πρώτη εκτύπωση του Γουτεμβέργιου, όταν οι άνθρωποι επικοινωνούν, μιλούν/γράφουν, περιγράφουν, διαφωνούν, κατασκευάζουν συγχρόνως μια πραγματικότητα, περιγράφουν (επιθυμητούς) τρόπους συμπεριφοράς, αποδέχονται/απορρίπτουν, προτείνουν, νουθετούν. Κατασκευάζουν την ανθρώπινη κοινωνία μέσα από την επικοινωνία τους. Φανταστείτε την τεράστια σημασία που έχει για το σύγχρονο πολιτισμό ένα βιβλίο όπως οι Άθλιοι του Β. Ουγκώ, το “Κεφάλαιο” του Μαρξ, η “Ερμηνεία των Ονείρων”, του Φρόυντ, αλλά και ευπώλητα σημερινά βιβλία όπως ο “Αλχημιστής”, του Π. Κοέλιο.
Ισχυρίζομαι ότι η μεγάλη δύναμη του βιβλίου του Οικονόμου στην εμπέδωση της ηγεμονίας της ΤΙΝΑ είναι οι ήρωες των διηγημάτων του, αφού στην γραφή του επιτελείται η κατασκευή ανθρωπολογικών τύπων, ανθρώπων φτωχών, τσακισμένων, μέσα στην απογοήτευση, χωρίς επιθυμία και δυνατότητα δράσης – ατομικής ή συλλογικής – με μόνο καταφύγιο τη μοιρολατρία και την καρτερία, σε μια ανθρώπινη έρημο των Δυτικών Συνοικιών και του Πειραιά. Ο τύπος αυτός των ηρώων του Οικονόμου εγκαλεί και το αναγνωστικό κοινό, (με την αλτουσεριανή και ψυχαναλυτική έννοια), στην οικοδόμηση και την κατασκευή μιας παρόμοιας υποκειμενικότητας, καθώς διαβάζει, βλέπει, “τα χειρότερα που έχουν έρθει” στην Αθήνα του 2010. Οι ήρωες του Οικονόμου, καθώς περιπλανιούνται στις αντιξοότητες της ζωής της φτωχολογιάς, υπομένοντας εργατικά ατυχήματα, κάρτες, δάνεια, εγκληματικότητα, εκμετάλλευση, ληστείες, την γραφειοκρατία, δυσχερείς ανθρώπινες σχέσεις – αν και με πολύ ωραίο στιλ γραφής, λιτό και περιεκτικό – περιγράφουν τα χειρότερα που περιμένουν το κοινό της βιβλιοφιλίας στην Ελλάδα του ΔΝΤ, ένα κοινό αστικό, με ανώτατη μόρφωση, συνήθως γυναικείου φύλου, σύμφωνα με στατιστικές. Το (εγ)καλούν με δυνατή φωνή: “ΤΙΝΑ, κάνε υπομονή, σκύψε το κεφάλι! Κάτι θα γίνει όμως, θα δεις. Μην απελπίζεσαι και τελείως.” Επιβεβαιώνει ένα παράθεμα από τα τελευταία διηγήματα: “δεν πρέπει να σπαταλάμε τις δυνάμεις μας, είπε στη Νίκη. Είναι θέμα τακτικής, κατάλαβες”. Όπως γράφει ο Νικόλας Σεβαστάκης σε πρόσφατο φύλλο της “Εποχής”: “Νομίζω ότι βρίσκεται «εν τω γίγνεσθαι», σε διαδικασία διαμόρφωσης, η προετοιμασία μιας νέας κοινωνικοπολιτικής διάταξης, ενός «εκσυγχρονισμού νούμερο 2», ο οποίος θα αναζητήσει αργά ή γρήγορα –και ήδη γίνεται λόγος γι’ αυτό– ένα εθνικό μνημόνιο, τη μετατροπή δηλαδή της εξωτερικής νόρμας –το μνημόνιο της τρόικας– σε εσωτερική νόρμα. Της εξωτερικής επιταγής σε εσωτερική νόρμα και για τα άτομα και για τις συλλογικότητες. Η εσωτερίκευση του μνημονίου, στην οποία καλούν ήδη κάποιοι, είναι η αφομοίωση του μνημονίου απ’ τις ψυχές κι όχι μόνον απ’ τα σώματα, που μπορεί να είναι κι απρόθυμα ή ανεπίδεκτα μαθήσεως.”
Αυτό που είναι συγκλονιστικό για μένα στο βιβλίο είναι αυτό που λείπει. Η δράση. Η απουσία της ανθρώπινης πρωτοβουλίας, της δράσης, της ανάληψης ευθύνης για την βελτίωση της ζωής, είτε με ατομικό τρόπο – κατά τις επιταγές της ατομικής επιχειρηματικότητας με ένα φιλελεύθερο τρόπο – είτε με την ανάληψη ομαδικής, κοινωνικής πολιτικής δράσης. Η απογοήτευση από τα κόμματα, την πολιτική και την κοινωνικότητα αποκόβει κάθε δυνατότητα για δράση, οδηγώντας στην απομάκρυνση από την κοινωνική αλληλεγγύη. Ο τίτλος ενός κεφαλαίου του βιβλίου: “κομμάτι κομμάτι μου παίρνουν τον κόσμο μου”. Και εγώ τι κάνω για αυτό; Τα παραδείγματα της ανθρώπινης δράσης που αναφέρονται συνήθως είναι μάταια, συμβολικές κινήσεις εκδραμάτισης, που περισσότερο συνδράμουν στην απογοήτευση και το “σπάσιμο” των ηρώων, παρά στα αποτελέσματα. Αλλά και η ατομική δράση, ένα χόμπυ, ένα κρασί, μια κουβέντα, κάτι που θα δείξει ότι οι ήρωες έχουν πρωτοβουλίες, αποθαρρύνεται, χτυπάει σε έναν τοίχο (του συγγραφέα). Άλλο ένα παράδειγμα από ένα οικείο πλέον πεδίο: “το πιο τρομακτικό πράγμα είναι η δουλειά. Που περιμένεις κάθε 15 και 30 να πληρωθείς. Που μετράς τη ζωή σου με 15ήμερα. Που ξέρεις ότι άμα καυλώσει στα αφεντικά να μη σε πληρώσουν ένα και δυο και δέκα 15ήμερα δεν μπορείς να κάνεις τίποτα. Όλη σου η ζωή κρέμεται από τα χέρια τους. Να μετράς τη ζωή σου με 15ήμερα. Αυτό είναι το πιο τρομακτικό.” Αντλώντας πάλι από τον Σεβαστάκη: “αντιλήψεις ότι τα κοινωνικά κεκτημένα είναι κάτι επονείδιστο, αν όχι παράλογο και εξωφρενικό, ότι όλα πρέπει να είναι υπό διαπραγμάτευση, συνοδεύουν αυτή τη ρητορική που συμβάλλει σημαντικά στις δύο κύριες τάσεις του παρόντος: την αυτοενοχοποίηση και την έκρηξη της ανασφάλειας”. Στο τελευταίο διήγημα μόνο, το ζευγάρι των ηρώων επιλέγουν τη δράση, την έξοδο της μετανάστευσης. Αλλά και εκεί: “κανείς δεν θα πει τραγούδια για μας που φεύγουμε. Αλλά εντάξει, κάποια στιγμή θα πούνε κάτι στην τηλεόραση”.
Καταλήγω λοιπόν ότι οι ήρωες των διηγημάτων, συμβολοποιώντας μέσα στις διηγηματικές αφηγήσεις την έκρηξη της εσωτερικευμένης ανασφάλειας, και της κοινωνικής επισφάλειας για το αναγνωστικό τους κοινό, συμβάλουν στην θυματοποίηση του κοινού υποβάλλοντας ότι δεν υπάρχει εναλλακτική, μετατρέπουν σε εσωτερική νόρμα για εμάς, εσωτερικεύοντας το Μνημόνιο και την οικονομική κρίση του καπιταλισμού, αφαιρώντας τη δυνατότητα ανάληψης δράσης και αγώνα, λες και οι άνθρωποι είναι πειθήνια σφάγια προς θυσία, παγιδευμένοι σε ένα φρούριο απόγνωσης.
Γι’ αυτό και ισχυρίζομαι ότι η συλλογή αυτή διηγημάτων είναι το πρώτο λογοτεχνικό δείγμα “μετά-μνημονίου”.