Τι είναι ο (ηγεμονικός) ανδρισμός;

 

 

 

 

 

 

 

 

Η διερώτηση του τι σημαίνει να είναι κάποιος ‘άνδρας’ είναι μια διαρκής έγνοια κάθε άνδρα, είτε έρχεται σε θεραπεία, είτε όχι. Πως νιώθω επαρκής, πως ξέρω ότι τα καταφέρνω; Τι πρέπει να κάνω για να νιώθω ότι είμαι αρκετά “αρσενικός”; Πως πρέπει να είναι το σώμα μου; Τι αυτοκίνητο πρέπει να έχω για να “μετράω”; Ποια είναι η πιο κατάλληλη ανδρική εμφάνιση; Θα επιχειρήσω να συζητήσω αυτά τα ερωτήματα που αφορούν τη συγκρότηση της ανδρικής υποκειμενικότητας μέσα από την έννοια του ηγεμονικού ανδρισμού (hegemonic masculinity) που πρότεινε ο Connell (2005).

Ωστόσο, πρώτα χρειάζεται μια σύντομη θεωρητική πλαισίωση, ως προς τη μεταδομική συνεισφορά στη μελέτη του ανδρισμού. Αντλώντας από το µετα-δοµισµό, ο Martino (1999), πρότεινε τον «ανδρισµό» ως ένα «παιχνίδι αλήθειας». Στο επίκεντρο του ερευνητικού ενδιαφέροντος της εστίασης αυτής στον ανδρισμό είναι οι ποικίλοι τρόποι µε τους οποίους τα αγόρια εµπλέκονται σ’ αυτό το «παιχνίδι αλήθειας» και µαθαίνουν τι σηµαίνει να είσαι “άνδρας”, πώς συγκροτούν τους εαυτούς τους ως ανδρικά υποκείµενα, μέσα στο σχετικά ρευστό πλαίσιο των σχέσεων του φύλου, της σεξουαλικότητας, της εθνότητας, της ηλικίας, και της τάξης. Ο «ανδρισµός» µετατρέπεται έτσι σε µια µορφή επιτελεστικότητας (performance) ή σ’ ένα ενδεχοµενικό σύνολο πρακτικών, το οποίο µετακινείται σε διαφορετικούς χώρους, χρόνους, περιστάσεις, πεδία και στιγµές. Κατά την Connell (2005), ο ανδρισµός συνιστά έναν «τόπο» στις έµφυλες σχέσεις και τις κοινωνικές πρακτικές όπου άνδρες και γυναίκες εµπλέκονται και αλληλεπιδρούν. Ο ανδρισµός περιλαµβάνει τα αποτελέσµατα αυτών των πρακτικών πάνω στις σωµατικές εµπειρίες, στην προσωπικότητα και στον πολιτισµό των εμπλεκόμενων υποκειμένων.

Οπότε, η ανδρική ταυτότητα εννοιολογείται από τις σύγχρονες θεωρητικές και θεραπευτικές προσεγγίσεις μια εξαιρετικά εύθραυστη κοινωνική κατασκευή. Η ανθρώπινη ταυτότητα εν γένει μπορεί να θεωρηθεί ως ένα προϊόν το οποίο δεν ολοκληρώνεται ποτέ, βρίσκεται πάντοτε σε κατάσταση δηµιουργίας, υπό την έννοια ότι πάντοτε συγκροτείται εντός συστηµάτων αναπαράστασης ή λόγων. Οι ταυτότητες δεν είναι ιστορικά αµετάβλητες, καθηλωµένες, κλειστές οντότητες, αλλά αντιθέτως υπόκεινται σ’ ένα διαρκές «παιχνίδι» µεταξύ ιστορίας, κουλτούρας και εξουσίας (Πεχτελίδης, 2012). Το ερώτηµα στο οποίο απαντά η έννοια του ηγεμονικού ανδρισμού, λοιπόν, είναι πώς η εύθραυστη κοινωνική κατασκευή του «ανδρισµού» κλείνει, πως αναπαρίσταται και γίνεται αντιληπτή ως φαινομενικά σταθερή. 

Η Connell (2005) χρησιμοποίησε την έννοια της ηγεµονίας από τον A. Gramsci προκειµένου να αναλύσει τις ασύµµετρες έµφυλες σχέσεις εξουσίας. Συγκεκριµένα, υποστήριξε ότι η έµφυλη ηγεµονία και η κυριαρχία δεν είναι ποτέ δεδοµένη, τελεί µονίµως υπό διαπραγµάτευση και ως εκ τούτου διεκδικείται και κερδίζεται διαρκώς. H ηγεµονία δεν κερδίζεται µόνο µε τον εξαναγκασµό, αλλά και µέσω της διαµόρφωσης και της απόσπασης της συναίνεσης γύρω από τις κυρίαρχες αντιλήψεις για το φύλο. Ο ηγεμονικός ανδρισμός λοιπόν αποτελεί τον «κανόνα» ή το πρότυπο σε σχέση µε το οποίο ορίζονται και ταξινομούνται ιεραρχικά οι άλλες μορφές ανδρισμού και θηλυκότητας (Πεχτελίδης, 2012). Η άνιση κατανομή της εξουσίας στην κοινωνία σημαίνει ότι κάποιοι τύποι ανδρισμού και θηλυκότητας είναι ηγεμονικοί σε συγκεκριμένους κοινωνικούς χώρους, στη βάση των ποικίλων συναρθρώσεων των διαφορετικών κοινωνικών θέσεων, όπως είναι η κοινωνική τάξη, η εθνότητα, η φυλή, η θρησκεία, η σεξουαλικότητα, κλπ. Ο ηγεμονικός ανδρισμός παράγεται και εξυμνείται στο πλαίσιο του ισχύοντος πατριαρχικού κοινωνικού συστήματος το οποίο προσδιορίζει τους «κατάλληλους» τρόπους του να είσαι άνδρας και γυναίκα. Εγκαθιδρύει μια κοινωνική θέση υψηλού κύρους και επιρροής, θέτει τον πήχη βάσει του οποίου συγκρινόμαστε όλοι, οι άνδρες αλλά και οι γυναίκες, κατέχει τη δύναμη να ορίζει ποια είναι η «κατάλληλη» ανδρική και γυναικεία συμπεριφορά. Τέτοιοι είναι οι γυμνασμένοι σύγχρονοι άνδρες των ανδρικών περιοδικών, των απογευματινών σήριαλ, των διαφημίσεων.

Ο ηγεμονικός ανδρισμός καταφέρνει να καθορίσει το “κανονικό” και το “κατάλληλο”, εγκαθιδρύοντας μια ιεραρχία, με συνέπεια οι υποτελείς ή διαφορετικές µορφές ανδρισµού να µένουν στο περιθώριο και να μην γίνονται αντιληπτές οι συνέπειες της υποτέλειάς τους. Σύµφωνα µε την Connell (2005), ο ηγεµονικός ανδρισµός κατασκευάζεται σε σχέση προς και κατά αντιπαράθεση µε τη «θηλυκότητα», καθώς και µε υποτελείς µορφές «ανδρισµού» (πχ gay ανδρισμός, ανάπηρος ανδρισμός, queer ανδρισμός). Η ηγεµονική µορφή ανδρισµού χαρακτηρίζεται από την υποχρεωτική ετεροσεξουαλικότητα, την οµοφοβία, το µισογυνισµό, την κατοχή και άσκηση εξουσίας, την αυθεντία, την επιθετικότητα και βιαιότητα, καθώς και τις τεχνικές ή τεχνολογικές ικανότητες. Οι Kenway και Fitzclarence (2010) δίνουν µια πιο αναλυτική εικόνα των γνωρισµάτων αυτής της έννοιας λέγοντας ότι, ο ηγεµονικός ανδρισµός εκφράζεται µέσω της φυσικής δύναµης, της συναισθηµατικής ουδετερότητας, της δράσης και της περιπέτειας, της ανταγωνιστικότητας, της πειθαρχίας και του αυτο-ελέγχου, της ορθολογικότητας, της αντικειµενικότητας, των δεξιοτήτων, της γνώσης και της ατοµικότητας. Ωστόσο, δεν υπάρχει µία µορφή ηγεµονικού ανδρισµού, καθώς ανάλογα µε την κοινωνική περίσταση και τους μετέχοντες σ’ αυτή ενεργοποιούνται κάθε φορά διάφορες όψεις αυτής της ταυτότητας.

Η επιτέλεση των μορφών του (ηγεμονικού) ανδρισμού στις περιστάσεις της ζωής, ενδέχεται να δημιουργήσει δυσφορία και ψυχικό πόνο, καθώς ως σύστημα κατανόησης περι-ορίζει την βιωμένη εμπειρία των ανδρών. Με αυτόν τον τρόπο, ως κυρίαρχο κοινωνικοπολιτισμικό και έμφυλο σύστημα λόγου (discourse) μπορεί να καταστεί ιστός της αράχνης, παγίδευση σε δυσλειτουργικούς και παθολογικοποιητικούς τρόπους κατανόησης της ιδιαίτερης και προσωπικής εμπειρίας (Γεωργάκα, 2008). Αυτό στη θεραπεία μπορεί να κλείσει τα οποιαδήποτε περιθώρια διαπραγμάτευσης και ανάπτυξης εναλλακτικών τρόπων κατανόησης της εμπειρίας του φύλου, να οδηγήσει σε παθολογικούς μονοδρόμους επίλυσης που συχνά συντηρούν καταπιεστικές και δυσλειτουργικές πρακτικές. Ρόλος ενός κριτικά προσανατολισμένου θεραπευτή είναι να μπορεί να δράσει ως καταλύτης στην ανάδειξη και αποδόμηση του ρόλου αυτών των ηγεμονικών συστημάτων λόγου.

Το κείμενο έχει αντλήσει πολύ από το άρθρο του Πεχτελίδη, 2012, που αναφέρεται στη βιβλιογραφία.

Γεωργάκα, Ε. (2008). Αναδεικνύοντας το ρόλο των κοινωνικοπολιτισμικών συστημάτων λόγου στον ψυχικό πόνο: η συμβολή της ποιοτικής έρευνας της ψυχοθεραπείας. Hellenic Journal of Psychology, 5, pp. 79-98. Διαθέσιμο στο: http://www.pseve.org/journal/UPLOAD/Georgaca5a.pdf
Connell, R.W. (2005). Masculinities. Berkeley, Los Angeles: University of California Press. 
Kenway J. και Fitzclarence L. (2010). Masculinity, violence and schooling: challenging poisonous pedagogies. Gender and Education, 9 (1), 117-134.
Martino W. (1999). ‘Cool boys’, ‘party animals’, ‘squids’ and ‘poofters’: Interrogating the dynamics and politics of adolescent masculinities in school. British Journal of Sociology of Education, 20, σ.242.
Πεχτελίδης, Γ. (2012). Κοινωνιολογία του Ανδρισμού στο Σχολείο. Στο Να κοιτάς με άλλα μάτια να βλέπεις διαφορετικά – έμφυλες προσεγγίσεις στην εκπαίδευση. Αθήνα: Εταιρεία Σπουδών – Σχολή Μωραϊτη. 

Leave a Reply

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.