Το ακόλουθο κείμενο είναι μια εκτεταμένη Βιβλιοπαρουσίαση του τόμου σε επιμέλεια του Tommaso Milani (2015), Language and Masculinities; Performances, Intersections, Dislocations. New York and London: Routledge. Θα δημοσιευόταν στο τελευταίο τεύχος του περιοδικού Radicalμα, το οποίο όμως δυστυχώς διέκοψε την έκδοσή του. Οπότε δημοσιεύεται στην προσωπική μου ιστοσελίδα, καθώς είναι μια συνοπτική εισαγωγή στα θέματα ανδρισμού και γλώσσας.
Ο τόμος αυτός, σε επιμέλεια του T. Milani αποτελείται από μια συλλογή άρθρων από όλο τον κόσμο, αναφορικά με τις τομές, τις αμφισημίες και τις εκτοπίσεις (dislocations) στα πεδία των ανδρισμών1, του λόγου (discourse) και της εξουσίας. Η σημαντική συνεισφορά του τόμου, στο ευρύτερο πεδίο της κοινωνιογλωσσολογίας και της ανάλυσης λόγου, είναι ακριβώς η πληθυντική και ‘queer’ ακαδημαϊκή οπτική επί των ‘ανδρισμών’, στα βήματα ενός προηγούμενου τόμου με τίτλο Language and Masculinity των Johnson & Meinhof (1997). Ήδη από την εισαγωγή του, ο επιμελητής θέτει τον στόχο του τόμου, «να ξεφύγει από το ηγεμονικό κέντρο των ανδρισμών, όπως επιτελούνται από ετεροσεξουαλικούς άνδρες, προς πιο πολύπλοκες, ‘queer’ διευθετήσεις» (Milani, 2015, σελ. 6). Ο στόχος αυτός συνεπάγεται επίσης την εστίαση της προσοχής στους γλωσσικούς πόρους και πρακτικές με τις οποίες οι γυναίκες, οι τράνς- και τα intersex υποκείμενα επιτελούν μια ποικιλία διαφορετικών ανδρισμών που υπηρετούν μία πληθώρα διαφορετικών συμφερόντων (ο.π. σελ. 2). Είναι χρήσιμο όμως να προσδιορίσουμε τις έννοιες περί των ανδρισμών, γύρω από τις οποίες περιστρέφεται ο στόχος και τα κεφάλαια του βιβλίου.
Η σημαντικότερη έννοια που διαπνέει όλο το βιβλίο και κυρίως τα πρώτα 5 κεφάλαια –δηλαδή, το πρώτο μέρος που ξεκινά από τους ‘straight’ άνδρες– είναι βέβαια ο ανδρισμός (masculinity). Στον τόμο αυτό, ο ανδρισμός προσδιορίζεται σχεσιακά, σε αντιπαράθεση με την ομόλογη έννοια της θηλυκότητας· εννοιολογείται ως ένα σύνολο επιτελέσεων (performances) που ένα πρόσωπο (ανεξαρτήτως βιολογικού φύλου) πραγματώνει, χρησιμοποιώντας γλωσσικούς και άλλους πόρους παραγωγής νοήματος, εντός κάποιων νορμών, σε σχέση με το πως ένας ‘άνδρας’ πρέπει να φαίνεται, να ακούγεται και να συμπεριφέρεται. Οι ανδρισμοί είναι πολλοί, είναι στον πληθυντικό λόγω αφενός των περίπλοκων τρόπων με τους οποίους το κοινωνικό φύλο διαπλέκεται με μια ποικιλία άλλων κατηγοριών όπως η φυλή, η κοινωνική τάξη, η ηλικία, η εθνική ταυτότητα, η σωματική ικανότητα (κ.α.) και αφετέρου επειδή δεν ταυτίζονται με το βιολογικό φύλο, τον ανδρικό φαλλό, αλλά μπορούν να εκτοπιστούν από αυτόν. Ωστόσο, το βιβλίο πέρα από αυτή την ‘queer’ προοπτική της πληθυντικότητας, συζητά εκτενώς και την έννοια του ηγεμονικού ανδρισμού (hegemonic masculinity). Σύμφωνα με τον Πεχτελίδη (2012), η Connell (2005) χρησιμοποίησε την έννοια της ηγεµονίας του A. Gramsci προκειμένου να αναλύσει τις ασύμμετρες έµφυλες σχέσεις εξουσίας. Υποστήριξε, δηλαδή, ότι η έµφυλη ηγεμονία και κυριαρχία δεν είναι ποτέ δεδομένη, τελεί µονίµως υπό διαπραγμάτευση και ως εκ τούτου διεκδικείται και κερδίζεται διαρκώς. Η άνιση κατανομή της εξουσίας στην κοινωνία σημαίνει ότι κάποιοι τύποι ανδρισμού και θηλυκότητας είναι ηγεμονικοί σε συγκεκριμένους κοινωνικούς χώρους, στη βάση των ποικίλων συναρθρώσεων των διαφορετικών κοινωνικών θέσεων, όπως είναι η κοινωνική τάξη, η εθνότητα, η φυλή, η θρησκεία, η σεξουαλικότητα, κλπ. Ο ηγεμονικός ανδρισμός παράγεται και εξυμνείται στο πλαίσιο του ισχύοντος πατριαρχικού κοινωνικού συστήματος, το οποίο καθορίζει τους «κατάλληλους» τρόπους του να είσαι άνδρας και γυναίκα. Ο ηγεμονικός ανδρισμός, λοιπόν, εγκαθιδρύει μια κοινωνική θέση υψηλού κύρους και επιρροής, αποτελεί τον «κανόνα» ή το πρότυπο σε σχέση με το οποίο ορίζονται και ταξινομούνται ιεραρχικά οι άλλες μορφές ανδρισμού και θηλυκότητας (Πεχτελίδης, 2012). Παραδείγματα επιτελέσεων αυτού του ανδρισμού είναι οι γυμνασμένοι σύγχρονοι άνδρες των ανδρικών περιοδικών, των απογευματινών σήριαλ, των διαφημίσεων. Ο ηγεμονικός ανδρισμός καταφέρνει να καθορίσει το «κανονικό» και το «κατάλληλο», εγκαθιδρύοντας μια ιεραρχία, με συνέπεια οι υποτελείς ή διαφορετικές μορφές ανδρισμού να τίθενται στο περιθώριο και να μην γίνονται αντιληπτές οι συνέπειες της υποτέλειας αυτής. Σύμφωνα με την Connell (2005), η ηγεμονική μορφή ανδρισμού χαρακτηρίζεται από την υποχρεωτική ετεροσεξουαλικότητα, την οµοφοβία, τον µισογυνισµό, την κατοχή και άσκηση εξουσίας, την αυθεντία, την επιθετικότητα και βιαιότητα, καθώς και τις τεχνικές ή τεχνολογικές ικανότητες. Οι Kenway και Fitzclarence (2010) δίνουν μια πιο αναλυτική εικόνα των γνωρισμάτων αυτής της έννοιας, λέγοντας ότι ο ηγεμονικός ανδρισμός εκφράζεται μέσω της φυσικής δύναμης, της συναισθηματικής ουδετερότητας, της δράσης και της περιπέτειας, της ανταγωνιστικότητας, της πειθαρχίας και του αυτo-ελέγχου, της ορθολογικότητας, της αντικειμενικότητας, των δεξιοτήτων, της γνώσης και της ατομικότητας2.
Στα πρώτα 5 κεφάλαια του τόμου, λοιπόν, η έννοια του (ηγεμονικού) ανδρισμού αποτελεί το υπόβαθρο στο οποίο διαρθρώνεται η ‘queer’, διαθεματική (intersectional) κριτική ανάλυση. Το πρώτο κεφάλαιο, γραμμένο από τον επιμελητή, συνθέτει την ακαδημαϊκή θεωρία και κάποια παραδείγματα από τη δημόσια σφαίρα για να εισάγει το θεωρητικό πρόταγμα του τόμου, δηλαδή την ‘queer’ τομή στα πεδία της μελέτης του λόγου και του ανδρισμού. Στο δεύτερο κεφάλαιο, πιο εμπειρικά, ο Paul Baker χρησιμοποιεί μια στατιστική γλωσσολογική ανάλυση σε μεγάλα σώματα κειμενικών δεδομένων (corpus linguistics) για να συζητήσει τις ιστορικές αλλαγές στις αναπαραστάσεις των ανδρισμών στις Η.Π.Α. Πιο συγκεκριμένα, δείχνει ότι κάποιες ‘ενδογενείς’ ιδιότητες όπως η ανδρεία, η σωφροσύνη και η τιμιότητα, απαραίτητα χαρακτηριστικά του Αμερικανού άνδρα του 19ου αιώνα, έχουν υποχωρήσει έναντι της εξωτερικής εικόνας του μυώδους, γραμμωμένου σώματος, για τον άνδρα του 20ου-21ου αιώνα. Ο Robert Lawson στο τρίτο κεφάλαιο, παρουσιάζει μια συμμετοχική εθνογραφική, κοινωνιογλωσσολογική ανάλυση ενός λυκείου στη Γλασκώβη. Αναδεικνύει τις νεανικές ανδρικές γλωσσικές επιτελέσεις εν σχέσει με τη βία και την κοινωνική τάξη: πως δηλαδή παράγονται, αναδιαμορφώνονται και μετασχηματίζονται στον λόγο-εν-δράσει οι ιδεολογίες της βίας και οι ταυτότητες ‘σκληρών’ (νεαρών) ανδρών. Το επόμενο κεφάλαιο έχει μία παρόμοια εστίαση, στις γλωσσικές επιτελέσεις που κατασκευάζουν ηγεμονικές, ‘macho’ ανδρικές ταυτότητες, αν και ο Quentin Williams αντλεί τα δεδομένα του από τις μάχες χιπ-χοπ ομάδων (crews) σε κλάμπ του Γιοχάνεσμπουργκ της Ν. Αφρικής, όπου αυτές οι επιτελέσεις του ανδρισμού συμπλέκονται σε διαφορετικές γλώσσες, φυλές και κοινωνικές τάξεις. Στο πέμπτο κεφάλαιο, η Μichelle Lazar χρησιμοποιεί την κριτική ανάλυση λόγου ως μέθοδο για να αναλύσει ένα σώμα δεδομένων από αναρτήσεις σε ιστολόγια της Σιγκαπούρης. Οι αναρτήσεις αρθρώνουν έναν αντιφεμινιστικό λόγο από και για τους άνδρες ως το νέο-καταπιεσμένο φύλο. Στόχος της συγγραφέα είναι να αναδείξει τις λιγότερο ή περισσότερο ‘λεπτές’ ρηματικές στρατηγικές που χρησιμοποιούνται στις αναρτήσεις για να φτιασιδωθεί ο ανδρισμός, ώστε να διατηρηθεί ο ηγεμονικός χαρακτήρας και τα προνόμια των ανδρών.
Η έννοια της διαθεματικότητας3 (intersectionality), είναι η δεύτερη σημαντική έννοια/εργαλείο που εμπνέει την προοπτική του τόμου και των επιμέρους κεφαλαίων. Η προοπτική της διαθεματικότητας προέκυψε από την πολιτική των μαύρων φεμινιστριών στα τέλη της δεκαετίας του 1970 και στις αρχές της δεκαετίας του 1980 (Collins, 1990). Συχνά θεωρείται μία έννοια-απάντηση στο κυρίαρχο (εκείνη την εποχή) φεμινιστικό θεωρητικό οικοδόμημα, το οποίο στηριζόταν στις έννοιες της «οικουμενικής γυναίκας» (δηλ. της δημιουργίας ενός «καθολικού» τύπου για το πως είναι μια γυναίκα) και της «αδελφοσύνης» (δηλαδή, της ενότητας όλων των γυναικών στη βάση αυτού του χαρακτηριστικού, ανεξαρτήτως των διαφορών τους)4. Στο κέντρο της διαθεματικής προσέγγισης βρίσκεται η επιθυμία να επισημανθούν οι μυριάδες τρόποι με τους οποίους διάφορες κατηγορίες και κοινωνικές θέσεις –όπως η φυλή, το κοινωνικό φύλο και η τάξη– διασταυρώνονται, αλληλεπιδρούν και αλληλοεπικαλύπτονται, παράγοντας συστημικές κοινωνικές ανισότητες (Crenshaw, 1994· Diggins, 2011). Στην αρχή, η διαθεματικότητα γινόταν αντιληπτή με βάση το τρίπτυχο «φυλή/τάξη/κοινωνικό φύλο», αλλά αργότερα διευρύνθηκε από την Patricia Hill Collins (1990) και συμπεριέλαβε επίσης κοινωνικούς τόπους όπως το έθνος, η σωματική ικανότητα, η σεξουαλικότητα και η ηλικία.
Σύμφωνα λοιπόν με την Crenshaw (1994), η διαθεματικότητα εννοιολογείται ως ένας «φακός» που εστιάζει την προσοχή στα «τυφλά» σημεία που υπάρχουν στον φεμινισμό, στον αντιρατσισμό, στην ταξική πολιτική· ένας “φακός” μέσα από τον οποίο μπορούμε να δούμε τη φυλή, την τάξη, το κοινωνικό φύλο, τη σεξουαλικότητα κ.λπ., ως αμοιβαία συγκροτούμενες διαδικασίες. Ως κατηγορίες, με άλλα λόγια, που δεν υφίστανται η μία ανεξάρτητα από την άλλη, αλλά αντιθέτως ενισχύουν αμοιβαία η μία την άλλη: ως κοινωνικές σχέσεις που αναπαράγονται απτά και με περίπλοκους τρόπους στην καθημερινή ζωή των ανθρώπων. Η διαθεματική προοπτική, επομένως, δεν εξετάζει αυτές τις κοινωνικές θέσεις ως ξεχωριστές κατηγορίες, αλλά τις αντιμετωπίζει –σε θεωρητικό επίπεδο– ως αλληλοεπικαλυπτόμενες, περίπλοκες, αλληλεπιδρώσες, διατεμνόμενες, και συχνά αντιφατικές παραμέτρους. Με αυτόν τον φακό, γράφει η Nash (2008), γίνεται εφικτό να κατανοηθούν τα (ανδρικά) προνόμια και η καταπίεση ως ταυτόχρονα, πολύπλοκα και πολυδύναμα φαινόμενα. Επομένως, η έννοια αυτή προσφέρει μια πιο μεστή σύλληψη τόσο της κατασκευής της ταυτότητας όσο και της καταπίεσης, πάντα σε μια πολιτική κατεύθυνση αγώνα για την ισότητα των φύλων.
Στην τομή των ανδρισμών και της γλώσσας, οι queer προσεγγίσεις (Butler, 1999, 2009) στα υπόλοιπα κεφάλαια επιδιώκουν να κατανοήσουν εμπειρικά πως το κοινωνικό φύλο και η σεξουαλικότητα περιπλέκονται στην παραγωγή και καταξίωση του ‘κανονικού’, της νόρμας και στην επακόλουθη κατασκευή και απαξίωση του ‘παρεκκλίνοντος’. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, μια τέτοια κριτική ενασχόληση με την κοινωνική (ανα)παραγωγή του ηγεμονικού ανδρισμού και της κανονικότητας μπορεί να ξεσκεπάσει και να αντιπαλέψει τους τρόπους με τους οποίους, μέσω του φύλου και της σεξουαλικότητας, λειτουργεί η εξουσία στις ανθρώπινες σχέσεις. Ως εκ τούτου, τα επόμενα κεφάλαια του βιβλίου καταπιάνονται με την εκτόπιση των ανδρισμών από το βιολογικό φύλο, το ανδρικό πέος, καθώς, όπως δηλώνει η Kossofsky-Sedgwick (1995), μερικές φορές ο ανδρισμός δεν έχει καθόλου να κάνει με τους άνδρες. Κατά την Butler (1999, 2009), η queer προσέγγιση συμβάλλει στην εξάρθρωση της ‘μήτρας καταληπτότητας’ (matrix of intelligibility), δηλαδή, του πλέγματος πολιτισμικής καταληπτότητας μέσα από το οποίο φυσικοποιούνται τα σώματα, τα φύλα και οι επιθυμίες. Στα επόμενα κεφάλαια, μέσα από τη λεπτομερή ανάλυση του εκφερόμενου λόγου, γίνεται ακριβώς αυτό. Στο κεφάλαιο έξι, ο Ronald Beline Mendes, χρησιμοποιεί μια ποιοτική και ποσοτική κοινωνιογλωσσολογική μεθοδολογία ανάλυσης των υποκοριστικών στα Βραζιλιάνικα, προκειμένου να συζητήσει τη ρευστότητα της σχέσης της χρήσης υποκοριστικών και της σεξουαλικότητας του ομιλούντος. Σε ένα γλωσσικό πλαίσιο όπου η χρήση υποκοριστικών υποδηλώνει θηλυκότητα/θηλυπρέπεια, οι straight άνδρες5 τα χρησιμοποιούν ως γλωσσικό πόρο λιγότερο, με δεύτερους τους αρρενωπούς ομοφυλόφιλους άνδρες και τις αρρενωπές λεσβίες γυναίκες, αλλά πληροφορούν περισσότερο το λόγο των θηλυπρεπών λεσβιών, των straight γυναικών και των θηλυπρεπών ομοφυλόφιλων ανδρών. Ο φακός του επόμενου κεφαλαίου εστιάζει στο Ισραήλ, όπου μέσα από μια ανάλυση λόγου των ιστοριών coming-out ομοφυλόφιλων ανδρών, ο Erez Levon περιγράφει πως αυτοί οι άνδρες κατορθώνουν να αντιστέκονται σε περιθωριοποιητικούς λόγους στην πατρίδα τους, κινητοποιώντας έναν λόγο ηγεμονικού ανδρισμού που βρίσκεται σε συμφωνία με τις εθνικές Ισραηλινές έμφυλες και ηθικές νόρμες, οι οποίες επιτάσσουν ότι ο ιδανικός Ισραηλινός άνδρας είναι αναγκαστικά ανδροπρεπής και ετεροσεξουαλικός. Στο πολύ ενδιαφέρον όγδοο κεφάλαιο, η Veronika Koller κάνει μια ανάλυση λόγου μιας σύντομης queer πορνογραφικής ιστορίας. Αναδεικνύει πως χρησιμοποιείται η γλώσσα σε ένα κείμενο για να κατασκευάσει θέσεις υποκειμένου για τους/τις πρωταγωνιστές που δεν περιορίζονται σε διχοτομικές έμφυλες ταυτοτικές κατηγορίες, αλλά που είναι ρευστές έμφυλες και σεξουαλικές επιτελέσεις, περιλαμβάνοντας τόσο ηγεμονικούς όσο και θηλυκούς ανδρισμούς6. Και το επόμενο κεφάλαιο περιστρέφεται γύρω από τη συζήτηση μεταξύ ηγεμονικού και θηλυκού ανδρισμού, όπου η Lucy Jones παρουσιάζει μια ανάλυση κοινωνικο-πολιτισμικής γλωσσολογίας, για μια λεσβιακή ομάδα πεζοπορίας (hiking) στο Ηνωμένο Βασίλειο. Στην ανάλυση αυτή, απέναντι στην έννοια του θηλυκού ανδρισμού, αναδεικνύει πως ο butch λεσβιανισμός παράγεται στο λόγο των συμμετεχουσών ως απόρριψη της ετεροκανονιστικής θηλυκότητας, ως κατασκευή μιας εναλλακτικής γυναικείας υπόστασης, παρά ως μίμηση του ανδρισμού. Ο Lal Zimman στο δέκατο κεφάλαιο χρησιμοποιεί μία πολύ ενδιαφέρουσα κοινωνιο-φωνητική εθνογραφική μέθοδο, σε κοινότητες τρανς-αρρενωπών (transmasculine)7 γυναικών για να τονίσει την ανάγκη προσεκτικότερης εξέτασης του πλήρους εύρους των κοινωνικών φύλων που μπορούν να προσδιοριστούν ως ανδρικά. Το κεφάλαιο εστιάζει στις φωνητικές αλλαγές των ομιλητών που βρίσκονται στον πρώτο χρόνο θεραπείας με τεστοστερόνη, η οποία προκαλεί σημαντική πτώση στον φωνητικό τόνο και ειδικότερα στην εκφορά του συριστικού συμφώνου [s]. Η φωνητική ποικιλία στην εκφορά του [s] από τους συμμετέχοντες κατά την ερευνητική διαδικασία δείχνει την ρευστότητα, την ευελιξία και το πολυδιάστατο του φύλου ως κοινωνικού συστήματος, καθώς αλληλοτέμνονται το βιολογικό φύλο, η έμφυλη ταυτότητα, ο έμφυλος προσδιορισμός, η παρουσίαση του φύλου και η σεξουαλικότητα για την φωνητική έκφραση της τρανς-αρρενωπότητας. Στο τελευταίο κεφάλαιο παρουσιάζεται η κατασκευή της βιωμένης εμπειρίας του/της8 Mani Bruce Mitchell, ενός intersex προσώπου. Ο Brian W. King χρησιμοποιεί έναν φακό queer γλωσσολογίας για να δείξει πως οι θεωρίες κοινωνικής κατασκευής μπορούν να συνυφανθούν με τον βιολογικό προσδιορισμό του φύλου σε μικρές ιστορίες, σε περιστάσεις όπου η/ο Mani Bruce Mitchell παρουσιάζει την πορεία της/του σε διαλέξεις σεξουαλικής εκπαίδευσης σε σχολεία.
Ο τόμος αυτός, μέσα από το ευρύ αλλά συνεκτικό φάσμα των κεφαλαίων του, κατορθώνει να πετύχει τον στόχο που τέθηκε στην εισαγωγή, δηλαδή, να συνθέσει μια πιο περίπλοκη και queer προοπτική στη μελέτη της γλώσσας και των ανδρισμών. Ωστόσο, τα κείμενα του βιβλίου έχουν έναν αυξημένο βαθμό δυσκολίας, απαιτώντας από τους αναγνώστες προχωρημένες γνώσεις στις θεωρίες του λόγου (discourse), της κατασκευής του έμφυλου, της (κοινωνιο)γλωσσολογίας, αλλά και της queer θεωρίας. Όπως έγινε ίσως κατανοητό από την παρουσίαση, ο τόμος απευθύνεται περισσότερο σε ένα κοινό εξοικειωμένο με τη (κοινωνιο)γλωσσολογική έρευνα, παρά σε ένα κοινό ψυχολόγων, ανθρωπολόγων ή κοινωνιολόγων που ενδιαφέρονται για τις προσεγγίσεις του λόγου. Σε κάθε περίπτωση όμως, αποτελεί έλλειμμα της (κοινωνικο-)ψυχολογικής προοπτικής η απροθυμία συνομιλίας με άλλες επιστημονικές περιοχές των κοινωνικών ή/και των ανθρωπιστικών επιστημών· ο τόμος αυτός αποτελεί λοιπόν ένα σημαντικό έργο για τη μελέτη των ανδρισμών, της συγκρότησης της έμφυλης ταυτότητας και της γλώσσας σε όλες τις κοινωνικές επιστήμες, καθώς εικονογραφεί εμπειρικά ακριβώς την πολλαπλότητα, τη διαθεματικότητα και τις εκτοπίσεις των ανδρισμών πέρα από τα ετεροκανονιστικά δίπολα.
Βιβλιογραφία
Butler, J. (1999, 2009). Αναταραχή Φύλου: ο Φεμινισμός και η Ανατροπή της Ταυτότητας. Αθήνα: Αλεξάνδρεια.
Collins, P.H. (1990). Black feminist thought: Knowledge, consciousness and the politics of empowerment. Boston: Unwin Hyman.
Connell, R.W. (2005). Masculinities. Berkeley, Los Angeles: University of California Press.
Crenshaw, K.W. (1994). Mapping the margins: Intersectionality, identity politics, and violence against women of color. In M.A. Fineman & R. Mykitiuk (Eds.), The public nature of private violence (pp. 93-118). New York: Routledge.
Diggins, C.A. (2011). Examining Intersectionality: The Conflation of Race, Gender and Class in Individual and Collective Identities. Student Pulse, 3 (03), διαθέσιμο στο: http://www.studentpulse.com/a?id=417
Halberstam, J. (1998). Female Masculinity. Durham: Duke University Press.
Johnson, S., Meinhoff, U.H. (eds.) (1997). Language and Masculinity. Oxford: Blackwell.
Kenway J., Fitzclarence L. (2010). Masculinity, violence and schooling: challenging poisonous pedagogies. Gender and Education, 9 (1), 117-134.
Kossofsky-Sedgwick, E. (1995). Gosh Boy George. You must be awfully secure in your masculinity. In M.Berger, B.Wallis, S.Watson & C.M. Weems, Constructing Masculinity (11-20). New York: Routledge.
Milani, Τ. (ed.) (2015). Language and Masculinities; Performances, Intersections, Dislocations. New York and London: Routledge
Nash, J. (2008). Rethinking Intersectionality. Feminist Review, 89, 1-15.
Πεχτελίδης, Γ. (2012). Κοινωνιολογία του Ανδρισμού στο Σχολείο. Στο Να κοιτάς με άλλα μάτια να βλέπεις διαφορετικά – έμφυλες προσεγγίσεις στην εκπαίδευση. Αθήνα: Εταιρεία Σπουδών – Σχολή Μωραϊτη.
1Για την προτίμηση του όρου ‘ανδρισμός’ έναντι της ‘αρρενωπότητας’ ως απόδοσης του αγγλικού ‘masculinity’, αντλώ από τον Πεχτελίδη (2012).
2Η Connell (2005), βέβαια, σημειώνει ότι δεν υπάρχει µία, παγιωμένη, ενδεδειγμένη, μορφή ηγεμονικού ανδρισμού, καθώς ανάλογα με την κοινωνική περίσταση και τους μετέχοντες σ’ αυτήν ενεργοποιούνται κάθε φορά διάφορες όψεις αυτής της ταυτότητας.
3Για την ελληνική απόδοση της ‘διαθεματικότητας’ από τον αγγλόφωνο όρο intersectionality αντλώ από τη φεμινιστική ομάδα ‘καμένα σουτιέν’: http://kamenasoutien.com/2013/02/27/dia8ematikotita-intersectionality/
4Οι συζητήσεις της εποχής εκείνης για την εμπειρία της «οικουμενικής γυναίκας» καθρέφτιζαν συνήθως τις πιο προνομιούχες κατηγορίες γυναικών, δηλαδή τις λευκές, σωματικά υγιείς, μεσαίας τάξης, ετεροσεξουαλικές κ.λπ. γυναίκες, οι οποίες μπορούσαν και να αρθρώσουν θεωρητικό και πολιτικό λόγο.
5Έχει ενδιαφέρον ότι για τους straight άνδρες, η χρήση υποκοριστικών σε ορισμένα γλωσσικά πλαίσια μπορεί να παραπέμπει λιγότερο στο κοινωνικό φύλο και τη σεξουαλικότητα και περισσότερο σε τρυφερές αναμνήσεις της παιδικής τους ηλικίας.
6Η έννοια αυτή του ‘θηλυκού ανδρισμού’ του J.Jack Halberstam (1998), αναφέρεται στην παραγωγή μίας queer θέσης υποκειμένου που μπορεί με επιτυχία να προκαλέσει τα ηγεμονικά μοντέλα έμφυλης συμμόρφωσης και να εκτοπίσει τον ανδρισμό από το βιολογικό φύλο. Ως παράδειγμα αναφέρεται η κατηγορία του ‘αγοροκόριτσου’ σαν μία έμφυλη νεανική ταυτότητα όπου τα ανδρικά χαρακτηριστικά δεν θεωρούνται μη-κανονιστικά στην παιδική και νεανική ηλικία.
7Σύμφωνα με τον Zimman, ο όρος transmasculine αναφέρεται σε άτομα που έλαβαν έναν γυναικείο ρόλο κοινωνικού φύλου στη γέννησή τους, αλλά σε κάποιο σημείο της ζωής τους άρχισαν να αυτο-προσδιορίζονται ως άνδρες ή με κάποια άλλη ανδρική ταυτότητα.
8Σε αυτό το κεφάλαιο προσδιορίζεται ότι ο/η Mani Bruce Mitchell, έχοντας συνείδηση της intersex ταυτότητάς του/της, προτιμά να προσδιορίζεται πέρα από το δίπολο των φύλων, φτιάχνοντας αντωνυμίες όπως το hir, αντί για his/her. Για την ελληνική απόδοση των άρθρων, προτίμησα να χρησιμοποιήσω εναλλάξ και τα δυο.