Στην ανάρτηση αυτή, που αντλεί από βιβλιοπαρουσίαση που θα δημοσιευτεί στο Μετάλογο, θα επιχειρήσω να θέσω την έννοια του αρχείου, ως μέρος της ‘αρχειακής στροφής’ στις ανθρωπιστικές και κοινωνικές επιστήμες. Επιδιώκω να κάνω μια νύξη (αναγκαστικά ελλιπώς), γιατί αυτή είναι χρήσιμη και συναφής με την (οικογενειακή/συστημική) θεραπεία. Στόχος μου είναι, (ίσως μεγαλόπνοα) να συνδεθούν αυτές οι σκέψεις σε ένα νήμα συλλογισμών που περιγράφουν μια κριτική προοπτική/πρακτική στη θεραπεία.
Όταν φέρνουμε στο νου την έννοια του αρχείου, συνειρμικά σκεφτόμαστε τα φορολογικά μας αρχεία, τα αρχεία που κρατάμε με σημειώσεις των θεραπευόμενων, τη στρατολογία, τους ιατρικούς μας φακέλους, ή και τα αρχεία που έχουμε στους υπολογιστές μας. Ο πρώτος λοιπόν λόγος αφορά τη σύνδεση της έννοιας του αρχείου με μια υλικότητα (materiality): με καταγραφές, χαρτιά, φακέλους, πυρίτιο, γραφεία, ερμάρια βιβλιοθήκών, Η/Υ, αλλά και ανθρώπινα σώματα· τα σώματα που έχει εντυπωθεί πάνω τους η ιστορία πολέμων, τα σώματα που λένε την ιστορία τους με τα τατουάζ τους, τα σώματα με περιτομές, ακρωτηριασμούς γεννητικών οργάνων και άλλα τραύματα βίας. Ξεφεύγει από το άυλο και το υποκειμενικό της (προσωπικής/συλλογικής) μνήμης, αποσυνδέεται από την προφορικότητα και τις αναμνήσεις, συνδέεται με τις εγγραφές, την ‘εν-τύπωση’ και την ‘εξουσία παρακατάθεσης’ που αναφέρει ο Ζακ Ντεριντά (1996) στο θεμελιακό του δοκίμιο για το αρχείο. Εκεί, ο Ντεριντά (σελ. 11-12) ορίζει τη συνθήκη του αρχείου: «θα ήταν η εξωτερικότητα ενός τόπου, η τοπογραφική ενεργοποίηση μιας τεχνικής παρακαταθέσεως, η συγκρότηση μιας βαθμίδας και ενός εξουσιαστικού σημείου (του άρχοντα, του αρχείου, δηλαδή συχνά του Κράτους, και μάλιστα ενός πατριαρχικού ή Πατριαρχικού Κράτους)». Έτσι λοιπόν, και ετυμολογικά και θεωρητικά, το ‘αρχείο’ συνδέεται με την ‘αρχή’, την εξουσία. «Αλλά σε ποιον ανήκει σε τελευταία ανάλυση η αυθεντία σχετικά με τη θέσμιση του αρχείου;» διερωτάται στο ίδιο δοκίμιο ο Ντεριντά. Αυτός είναι ο δεύτερος λόγος, η ανάδειξη, μέσω αυτής της έννοιας, της σημασίας της εξουσίας στις ζωές των ανθρώπων. Σε αυτή τη συλλογιστική και η Ελπίδα Καραμπά (2011, σελ. 26), αναφέρει ότι «τα αρχεία, στη νεωτερικότητα, γίνονται ο αδιαμφισβήτητος πρωταγωνιστής της γραφειοκρατικής και βιοπολιτικής οργάνωσης, ως τα εχέγγυα της (εθνικής, κρατικής, υπερκρατικής) ιστορίας και της μνήμης της, της νομολογικής αρχής της. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, τα αρχεία αναλαμβάνουν τον ρόλο των κανονιστικών εργαλείων αυτού του διακριτού τρόπου ζωής. Ωστόσο, τόσο στη νεωτερική όσο και στη μεταμοντέρνα παραλλαγή του, ξεδιπλώθηκαν μέσα στην αμφίσημη σχέση με την εξουσία, μια σχέση παραγωγική και καταστροφική». Αυτός είναι και ο τρίτος λόγος που έχει σημασία η έννοια του αρχείου, καθώς ενέχει τη σύγκρουση ορισμών, τη δυνατότητα νέων αναγνώσεων του παρελθόντος, εκ νέου ερμηνειών του παρελθόντος, μέσα από τη διττή, καταστροφική και παραγωγική, ενσώματη σχέση με την εξουσία. Η Χάρις Κανελλοπούλου σε δημοσίευση για την αρχειακή τέχνη (2015, σελ. 22) διακηρύσσει ότι «τα αρχεία είναι ίχνη στα οποία ανταποκρινόμαστε. Καθώς τα τελευταία χρόνια, συνθήκες έκτακτης ανάγκης και διακινδύνευσης μας οδηγούν να επιστρέφουμε σε νέες αναγνώσεις του παρελθόντος, δημιουργείται μία εξαιρετική ευκαιρία επαναπροσδιορισμού και ενεργοποίησης και των αρχειακών θεσμών, καθώς προσκαλούνται κι αυτοί σε μία ανοικτή διαδικασία διαλόγου με την κοινωνία». Ο Παπανικολάου, στις σελίδες 98-99 (2018), συγκατανεύει: «το αρχείο έτσι όπως νοείται εδώ, δεν είναι πια παθητικό αποθετήριο πληροφοριών αλλά ενεργειακό πεδίο σύγκρουσης, δεν είναι ένα πεπερασμένο υλικό, αλλά ένα επιστημολογικό και γνωσιολογικό πείραμα, δεν είναι, με άλλα λόγια ένας τόπος όπου η γνώση ανασύρεται, αλλά γίνεται αντίθετα ένα σύμπλεγμα τόπων πολλαπλών, όπου η γνώση, πλεγμένη ήδη και πάντα με εξουσία, παράγεται». Ένας τελικός ορισμός από την Κανελλοπούλου (2015, σελ. 17), λοιπόν θα ήταν: «το αρχείο (οφείλει να) κατέχει καίρια θέση ως έννοια, τόπος και θεσμός που τεκμηριώνει, διαφυλάττει και κατοχυρώνει την ενθύμηση ιστορικών δεδομένων, όχι ως ερμητικά κλειστό κι “ουδέτερο” αποθετήριο μνήμης, αλλά ως ανοικτός χώρος διαπραγμάτευσής τους, η οποία μπορεί να οδηγήσει στη βαθύτερη κατανόηση του παρόντος και στη διαμόρφωση του μέλλοντος».
Σε αυτά τα σημεία λοιπόν καταγράφεται η χρησιμότητα αυτής της έννοιας και για τον Παπανικολάου, ο οποίος προτείνει την έννοια της αναταραχής αρχείου. Ονομάζει έτσι «αυτή την έντονη αλλά και εικονοκλαστική διάθεση επιστροφής στο υλικό στίγμα του παρελθόντος, η οποία όμως ξεκινάει από το ενσώματο παρόν, από το σώμα δηλαδή ως εμπειρία αλλά και ως χρονικότητα, το σώμα ως επιβολή και όριο αλλά και ως υπέρβαση τους, επιμένοντας μάλιστα συχνά στην εικόνα ενός σώματος σε κρίση, σε αναταραχή» (σελίδα 178). Και σημειώνει, συνδέοντας την έννοια αυτή, ενδεικτικά, με την ‘διαδικασία μιας ψυχανάλυσης’: «η αναταραχή αρχείου είναι μια ιδιόμορφη αναδίφηση στον ιστορικό χρόνο και το αρχειακό στίγμα, που συνδυάζεται με μια επιστροφή στο σώμα και την καταστατική του επισφάλεια, και χαρακτήρισε νομίζω στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια και τη δημόσια συζήτηση και πολύ περισσότερο την πολιτισμική παραγωγή. Η αναταραχή αρχείου, ιδιαίτερα στο αφηγηματικό πλαίσιο της οικογένειας, με το οποίο ασχολήθηκα σε αυτό το βιβλίο, μοιάζει λίγο, είναι αλήθεια, και σαν απόπειρα ψυχανάλυσης που επιμένει όχι στο αποτέλεσμα, αλλά στη διαδικασία. Όπου αυτό που καλείται να ανασύρει από το παρελθόν ο αναλυόμενος, όσο και αν είναι ατελές, αποσπασματικό ή ανακόλουθο, παραμένει πάντως και σωματικά δυσβάσταχτο, σπαρακτικό και αναταρακτικό, και ταυτόχρονα, αναρχικά δυνατό. Αυτός είναι άλλωστε ο λόγος που, εκτός από ιστορίες απορίας, καταγγελίας και διαμαρτυρίας, συχνά και ταυτόχρονα, η αναταραχή αρχείου φέρνει συχνά και ιστορίες συναισθήματος, επιθυμίας, επαφής» (στις σελ. 422-423). Ανακεφαλαιώνοντας, η έννοια του “αρχείου” μπορεί να προσφέρει στις οικογενειακές/συστημικές θεραπευτικές πρακτικές μια προοπτική που συναρμολογεί ενεργητικά την υλικότητα, την εξουσία και την συγκροτητική/αμφισβητητική δύναμη του σώματος.
Η φιλόσοφος Isabelle Stengers (2011) ζήτησε ένα “πολιτισμό των διάκενων”, ένα μέρος γόνιμων σχισμών που “ανοίγουν την ανθρώπινη συλλογικότητα σε ένα απ’ έξω η εισβολή του οποίου αναστέλλει τη συνήθη κοινωνική λειτουργία (σελ. 328), που μας καλεί να αναφωνήσουμε: “αυτό είναι όλο δηλαδή;” Επομένως, αντί να χρησιμοποιηθεί για να εγκλείσει την δυνατότητα, ένα αρχείο μπορεί να χτιστεί ως ένα διαφορετικό είδος τοίχου: όχι τόσο από τσιμέντο, αλλά από ξερολιθιά. “Το τσιμέντο απορρίπτει τα διάκενα όπου μεγαλώνουν τα ζιζάνια τα οποία μια μέρα θα του ανοίξουν τρύπα. Οι ξερολιθιές, μπορούν φυσικά να μετατοπιστούν, και τα χόρτα που τις μετατοπίζουν σίγουρα μπορεί να απαλείψουν από το γεγονός ότι χωρίς τις πέτρες, το χώμα όπου φυτρώνουν δεν θα κρατιέται. Αλλά ο τοίχος από ξερολιθιά δεν αντιπαραβάλλεται με τα διάκενα: αυτά του ανήκουν τόσο όσο και οι πέτρες που τον αποτελούν (σελ. 274).
O David Epston, ένας από τους θεμελιωτές της αφηγηματικής θεραπείας, σε συνέντευξή του για την προσωπική του πορεία, είχε αναφέρει σχετικά με την προσέγγισή του για τη σύνδεση της συν-έρευνας με την έννοια του αρχείου και κυρίως, για τη χρησιμότητα του ανοίγματος των θεραπευτικών αρχείων:
Ο στόχος του ανθρώπου που έρχεται να με συμβουλευτεί είναι γενικά να συν-διερευνήσει τρόπους με τους οποίους να αλλάξει τη σχέση με το συγκεκριμένο πρόβλημα στη ζωή του. Ο στόχος μου στη δουλειά αυτή, πέρα από το να είμαι συν- ερευνητής σε αυτή τη διεργασία, είναι να προσπαθήσω να προσθέσω στο αρχείο της γνώσης για αυτό το συγκεκριμένο πρόβλημα, καθώς είναι κάτι που θα προχωρήσω στη δουλειά μου με άλλους. Πολλοί άνθρωποι με τους οποίους μοιραστήκαμε αυτές τiς σχέσεις συν-έρευνας προχώρησαν τη ζωή τους μόλις οι σχέσεις που διερευνούσαμε δεν τους ‘έκαιγαν’ τόσο πολύ, και αυτό είναι ΟΚ. Αλλά ως συν-ερευνητής, ως αρχειοθέτης, έχεις την ηθική υποχρέωση διατήρησης αυτών των εναλλακτικών γνώσεων και δημόσιας διάθεσής τους με τρόπους που συμφωνούν και επιβεβαιώνουν οι άνθρωποι που συνεισφέρουν σε αυτές.
Epston